εμφρακτήρας

εμφρακτήρας
ο
ειδικό όργανο ή τεμάχιο μετάλλου, σκύτους, καουτσούκ κ.λπ., με το οποίο εμφράσσονται οπές μηχανημάτων για παρεμπόδιση διαφυγής αερίου ή υγρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμφράκτης — ο ο εμφρακτήρας …   Dictionary of Greek

  • εμφραγματουλκός — ο (μηχαν.) όργανο με το οποίο εξάγεται ο εμφρακτήρας από το σημείο όπου είχε τοποθετηθεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”